διασφαιρίζω

διασφαιρίζω
διασφαιρίζω (Α)
ρίχνω κάτι εδώ κι εκεί σαν σφαίρα, διασκορπίζω («πᾱσα δ' ἡματωμένη χεῑρας, διεσφαίριζε σάρκα Πενθέως»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διεσφαιρίσθη — διασφαιρίζω throw about like a ball aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεσφαίριζε — διασφαιρίζω throw about like a ball imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”